εφαπλώ

εφαπλώ
και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, -όω)
απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.)
μσν.
1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου
2. (νομ.) συντελώ
3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.)
μσν.-αρχ.
1. διαχέω, σκορπίζω («Χριστὸς δὲ ἐφήπλωσε θεοσεβέσι παισὶ δρόσον τὴν τοῡ πνεύματος», Μηναί.)
2. παθ. ἐφαπλοῡμαι, -όομαι
α) ξαπλώνομαι, εκτείνομαι πάνω σε κάτι («τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῑς χερσί», Λόγγ.)
β) μτφ. απλώνομαι, διασκορπίζομαι (α. σκότος ἐφήπλωται», Πλούτ.
β. «γαλήνη εφηπλώθη», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. φρ. α) «ἐφαπλώ χεῑράς τινι» — απλώνω σε κάτι τα χέρια μου και τό πιάνω, τό κρατώ
β) «ἐφαπλῶ τὰς χεῑρας» — βάζω επάνω σε κάτι απλωμένα τα χέρια («τὰς χεῑρας ἐφαπλοῡντες εἰς σταυροῡ τύπον», Ευσ.)
2. μτφ. εξηγώ, αναπτύσσω κάποιο θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁπλῶ «απλώνω» (< απλούς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐφαπλῶ — ἐφαπλόω spread pres subj act 1st sg ἐφαπλόω spread pres ind act 1st sg ἐφαπλόω spread pres subj act 1st sg ἐφαπλόω spread pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάπλωμα — και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) [εφαπλώ] καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα …   Dictionary of Greek

  • εφάπλωση — η [εφαπλώ] εξάπλωση, διάχυση, διάδοση, επέκταση …   Dictionary of Greek

  • παρεφαπλώ — όω, Α εκτείνω, εφαπλώνω, απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐφαπλῶ «απλώνω, εκτείνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεφαπλώ — όω, Μ ξαπλώνω κάτι ακόμη επάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐφαπλῶ «απλώνω, εξαπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεφαπλώ — όω, Α μέσ. συνεφαπλοῦμαι, όομαι διαχέομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφαπλῶ «απλώνω, διαχέω, διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”